- εὔχρωμος
- εὔχρωμος, ον,A = εὔχρως, Gloss. Adv. -μως 'safe and sound', PRyl. 237.8 (iii A.D.); also in an epitaph, ζήσας εὐχρώμως Rendic.d.Pontif. Accad.Rom.Ser.iii vol.3.192.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύχρωμος — η, ο (Α βλ. εὔχρωμος, ον) βλ. εύχρους. επίρρ... εὐχρώμως (Α) πάπ. με εύχρωμο τρόπο, με υγιές και ανθηρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρωμος (< χρώμα < χρως), πρβλ. ά χρωμος, δί χρωμος] … Dictionary of Greek
εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… … Dictionary of Greek
κατάχρους — κατάχρους, ουν (Α) επιγρ. εύχρους*, εύχρωμος, με ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρους (< χροῡς «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρους, σύγ χρους] … Dictionary of Greek